- οὔρησα
- οὐρέωmake wateraor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουρώ — ούρησα, αποβάλλω ούρα, αλλ. κατουρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐρήσας — οὐρήσᾱς , οὐρέω make water aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρώ — ουρώ, ούρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής